σμήνη

σμήνη
σμήνη
fem nom/voc sg (attic epic ionic)
σμή̱νη , σμῆνος
beehive
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
σμή̱νη , σμῆνος
beehive
neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμήνῃ — σμήνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήνη — ἡ, Α 1. εσφ. ανάγν. αντί μήνη 2. σμήνος μελισσών 3. (κατά τον Ησύχ. στον πληθ.) αἱ σμῆναι «τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι ἤτοι αἱ θῆκαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… …   Dictionary of Greek

  • αλυσωτά σμήνη — Σμήνος σωματιδίων που παράγεται σε ένα μέσο από ένα σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μία διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων …   Dictionary of Greek

  • σμηνῶν — σμήνη fem gen pl σμη̱νῶν , σμῆνος beehive neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμῆναι — σμήνη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήνην — σμήνη fem acc sg (attic epic ionic) σμή̱νην , σμῆνος beehive neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήνος — Στη φυσική σημαίνει ομάδα σωματίδιων η οποία παράγεται σ’ ένα ειδικό μέσο από ένα προσπίπτον σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μια διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων. Διακρίνουμε τα διεισδυτικά σ. από πυρηνικά σωματίδια (νουκλεόνια …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”